Η σπαστικότητα αποτελεί μια εξέλιξη σε ασθενείς με τραυματικές παθήσεις στο κεφάλι (εγκεφαλική παράλυση) ή στη Σπονδυλική Στήλη ή από εκφυλιστικές παθήσεις (πολλαπλή σκλήρυνση κατά πλάκας, απομυελινωτική νόσος κ.α.).
Η σπαστικότητα ως διαγνωσμένη νοσογόνος κατάσταση, προκαλεί έντονους μυϊκούς σπασμούς και σοβαρά προβλήματα στην κινητικότητα των ασθενών. Αποτελεί βαριά πάθηση που οδηγεί σε κατάθλιψη, απομόνωση του ασθενούς αλλά και με σοβαρές επιπτώσεις στο οικογενειακό του περιβάλλον καθώς φθάνει έως του σημείου να πρέπει να φροντίζει τον πάσχοντα σε στοιχειώδεις δράσεις αυτοεξυπηρέτησης και υγιεινής.
Η Λειτουργική Νευροχειρουργική αντιμετωπίζει επιτυχώς τις επιπτώσεις της σπαστικότητας με την επίτευξη κινητικής και λειτουργικής βελτίωσης και ανακούφιση του ασθενούς από τον πόνο. Η θεραπεία αυτή είναι η έγχυση του φαρμάκου μπακλοφένη στον ενδορραχιαίο χώρο και την εμφύτευση αντλίας σε ασθενείς με φαρμακοανθεκτική σπαστικότητα.
Η θεραπεία μειώνει σημαντικά την ακαμψία, τους σπασμούς και τον πόνο ενώ βοηθάει στη λήψη της μικρότερης δυνατής δόσης με την ελαχιστοποίηση των φαρμακευτικών παρενεργειών, ακριβώς επειδή το φάρμακο εγχύεται απευθείας στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό που περιβάλλει το νωτιαίο μυελό.
Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι ασθενείς με σπαστικότητα κατάλληλοι για θεραπεία με την εμφύτευση αντλίας. Η απόφαση για την καταλληλότητα του ασθενούς λαμβάνεται σε συνεργασία του νευρολόγου και του φυσιάτρου με τον νευροχειρουργό και συνεκτιμώνται προϋποθέσεις, όπως άλλα ιατρικά προβλήματα (νεφρική, ηπατική ανεπάρκεια κ.α), η δοσολογία και διάρκεια λήψης φαρμακευτικής αγωγής από το στόμα, η προοπτική βελτίωσής του με φυσικοθεραπεία. Ο/η ασθενής δεν πρέπει να είναι σε κατάσταση εγκυμοσύνης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζει πρόβλημα στην κυκλοφορία του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, δεν πρέπει να είναι αλλεργικός στην μπακλοφένη, και θα πρέπει να έχει οικογενειακό περιβάλλον ικανό να στηρίξει τη συγκεκριμένη θεραπεία σύμφωνα με τις οδηγίες του ιατρού και αποφεύγοντας το φαινόμενο της υπερθεραπείας.
Εάν ο/ η ασθενής κριθεί ότι πληροί τα δεδομένα καταλληλότητας, γίνεται καταγραφή της σπαστικότητας και της λειτουργικότητας του ασθενούς βάση ειδικών κλιμάκων.
Ακολούθως, ο νευροχειρουργός υποβάλλει τον κατάλληλο ασθενή σε μια δοκιμαστική έγχυση του φαρμάκου στον ενδορραχιαίο χώρο με οσφυονωτιαία παρακέντηση. Ο δοκιμαστικός έλεγχος εάν κριθεί αναγκαίος, μπορεί να επαναληφθεί. Η δοκιμαστική έγχυση της μπακλοφένης επιτρέπει να πραγματοποιηθεί μία αρχική εκτίμηση της κινητικής κατάστασης του ασθενούς από άποψη υπολειπόμενης μυϊκής ισχύος, που είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τον καθορισμό των θεραπευτικών στόχων και την .
Μονοσπαστικότητα ενός άκρου
Σε ειδικές περιπτώσεις όπου παρατηρείται μονοσπαστικότητα ενός άκρου πάλι σε συνεργασία του νευρολόγου και του φυσιάτρου με τον νευροχειρουργό και συνεκτιμώντας τις προϋποθέσεις (συχνές χρήσεις botox ή σε μεγάλες ποσότητες) μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η ραδιοσυχνότητα RF, είτε νευρολυτικά είτε νευροτροποποιητικά, για τη λύση της σπαστικότητας. Η τεχνική είναι ανάλογη με τη χρήση του RF για τις θεραπείες πόνου. Αντίστοιχα σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως το σπαστικό ραιβόκρανο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και νευροδιέγερση νωτιαίου μυελού.
Παιδική εγκεφαλική παράλυση
Σε παιδιά με σπαστικότητα από εγκεφαλική παράλυση (ανοξία ή λοιμώξεις εγκεφάλου περιγεννητικά ή στην βρεφική ηλικία, γενετικά σύνδρομα) η εμφύτευση αντλίας μπακλοφένης αποτελεί την πλέον αποτελεσματική μέθοδο αντιμετώπισης, καθώς δεν καταστρέφει νευρικές δομές, έχει το ίδιο μυοχαλαρωτικό αποτέλεσμα με συνθήκες αυστηρής ρύθμισης και σε σχέση με άλλες μεθόδους, δεν επηρεάζει το κινητικό μέρος και είναι πλήρως αναστρέψιμη. Συνήθως εφαρμόζεται σε παιδιά 8 ετών και άνω και χρειάζεται κάποιες αναθεωρήσεις του καθετήρα έγχυσης καθώς το παιδί αναπτύσσεται. Είναι καλό να προηγείται των τενοντομεταθέσων, καθώς βελτιώνει το αποτέλεσμα της ορθοπαιδικής παρέμβασης, αφού ο χειρουργός αντιμετωπίζει ένα χαλαρό μυικό σύστημα και όχι σε σύσπαση.